- σωμάλοιφος
- σωμάλοιφος· ὁ κατειλημμένος σώματι τὰ σκύτινα αἰδοῖα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωμάλοιφος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατειλημμένος σώματι τὰ σκὐτινα αἰδοῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σῶμα + ἀλείφω] … Dictionary of Greek
αλοιφός — ἀλοιφός στη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα από την Πύλο και δηλώνει ανδρικό επάγγελμα. Πιθανώς να δήλωνε τους υπηρέτες που είχαν ως κύριο έργο να αλείφουν με αρωματισμένο λάδι τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλοιφός (μυκην. a ro po) δηλώνει… … Dictionary of Greek